ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΨΗΦΙΔΩΤΩΝ

ΑΔΡΑΝΕΣ ΥΛΙΚΟ - Υλικό που δεν λαμβάνει μέρος στη διαδικασία πήξης του μείγματος.

ΑΛΦΑΔΙΑΖΩ - Η διαδικασία κατά την οποία ευθυγραμμίζουμε μια επιφάνεια με κάποιο εργαλείο.

ΑΜΜΟΣ - Φυσικό ή τεχνητό υλικό με ποικιλία χρωμάτων, ιδιαίτερα δημοφιλές η λευκή ή η ελαφρά ροζ άμμος. Διακρίνεται σε θαλασσινή, λατομική, χαλαζιακή, κολινική κ.τ.λ.

ΑΣΒΕΣΤΗΣ - Ή υδράσβεστος ή οξείδιο του ασβεστίου και προέρχεται από τον ασβεστόλιθο με μεγάλα ποσοστά ανθρακικού ασβεστίου από φρύξη.

ΒΕΡΝΙΚΙ (ή λούστρο) - Ρευστή, ρητινώδες ουσία που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα σε ξύλινες, μεταλλικές ή δερμάτινες επιφάνειες για προστασία, στίλβωση ή χρωματισμό.

ΒΟΤΣΑΛΟ - Μικρή στρογγυλεμένη από τη τριβή του νερού πέτρα που βρίσκει κανείς σε διάφορα χρώματα.

ΕΜΒΛΗΜΑ - Ψηφιδωτή παράσταση, πολύ κομψή και με μεγάλη τέχνη ψηφοθετημένη. Εμβλήματα θεωρούνται όχι μόνο οι κεντρικές παραστάσεις σε φέρουσες κατασκευές αλλά γενικά οι κεντρικές παραστάσεις. Θεωρείται ότι πιθανός πατέρας του εμβλήματος είναι ο Σώσος, Έλληνας ψηφοθέτης από την Πέργαμο.

ΕΝΕΡΓΑ ΥΛΙΚΑ - Τα υλικά αυτά που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία πήξης  του μείγματος.

ΕΝΤΟΙΧΙΟ (ή επιτοίχιο) - Όταν κάτι κατασκευάζετε, εκτίθεται ή προορίζεται να τοποθετηθεί στο τοίχο.

ΕΠΙΔΑΠΕΔΙΟ (ή δαπέδου) - Όταν κάτι κατασκευάζεται, εκτίθεται ή προορίζεται να τοποθετηθεί στο έδαφος.

ΘΗΡΑΪΚΗ ΓΗ - Είδος χώματος που προέρχεται από ηφαιστειακά κατάλοιπα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τσιμέντων ή ως μονωτικό υλικό.

ΚΑΒΑΛΕΤΟ - Ξύλινη συνήθως και πτυσσόμενη κατασκευή με τρία πόδια. Επάνω στην οποία στηρίζεται συνήθως ένας ζωγραφικός πίνακας, όσο διάστημα τον δουλεύει ο καλλιτέχνης ή όταν εκτίθεται σε έκθεση ή σε ιδιωτικό χώρο.

ΚΑΜΠΟΤΟ - Χοντρό βαμβακερό ύφασμα, το οποίο δεν έχει υποστεί λεύκανση με ειδική επεξεργασία, έχει απλή ύφανση.

ΚΑΠΛΑΜΑΣ - Λεπτό φύλλο ξύλου με το οποίο επενδύεται μια επιφάνεια από ξύλο κατώτερης ποιότητας.

ΚΕΡΑΜΙΔΟΣΚΟΝΗ (ή τουβλόσκονη) - Σκόνη που προέρχεται από θρυμματισμένο κεραμίδι.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΑ ΥΛΙΚΑ - Ότι έχει δημιουργηθεί με ανθρώπινη παρέμβαση.

ΚΟΝΙΑΜΑ (ή σοβάς) - Ημίρρευστο ομοιογενές  μείγμα από νερό, άμμο και τσιμέντο σε συγκεκριμένες αναλογίες, που σταθεροποιείται και σκληραίνει έπειτα από ορισμένο χρόνο και το οποίο χρησιμοποιείται ανάλογα με τη σύνθεση σε οικοδομικές κατασκευές.

ΚΟΛΛΑ - Γενική ονομασίας ρευστής ή στερεάς ουσίας που έχει την ιδιότητα να κολλά δύο ή περισσότερες επιφάνειες τις οποίες φέρνουμε σε επαφή.

ΚΟΦΤΗΣ (ή κεραμιδοκόφτης) - Εργαλείο χειρός για τον τεμαχισμό μαρμάρου ή πέτρας.

ΚΑΛΟΥΠΩΝΩ /ΞΕΚΑΛΟΥΠΩΝΩ - Η διαδικασία προσθήκης/αφαίρεσης περιμετρικά από το έργο μας τα ξύλινα πηχάκια και τους σφυχτήρες.

ΚΡΑΚΕΛΑΡΙΣΜΑ (ή ραγίσματα) - Μικρή ρωγμή στην επιφάνεια του αντικειμένου χωρίς να έχει επέλθει σπάσιμο των αντικειμένων.

ΛΑΒΙΔΑ (ή τσιμπίδα) - Όργανο που αποτελείται συνήθως από δύο όμοια σκέλη ενωμένα στη μία τους πλευρά, το οποίο χρησιμοποιείται για να πιάνουμε, να συγκρατούμε, να κόβουμε  ή να μετακινούμε κάτι, συγκρατώντας το μεταξύ δύο ελεύθερος άκρων.

ΜΑΡΜΑΡΟ - Μονόμικτο πέτρωμα, αποτελούμενο μόνο από ασβεστίτη, προϊόν ανακρυστάλλωσης ασβεστόλιθων. Η λέξη ετυμολογείται από την αρχαιοελληνική μάρμαρος δηλαδή ‘λαμπερός λίθος’. Σκληρό κρυσταλλικό ασβεστούχο πέτρωμα, λευκού ή άλλου χρώματος.

ΜΕΡΟΣ - Μονάδα μέτρησης των υλικών.

ΜΙΓΜΑ - Ένα σύνολο αδρανών και ενεργών υλικών αναμειγμένα μεταξύ τους.

ΜΥΣΤΡΙ - Εργαλείο το οποίο αποτελείται από χαλύβδινο έλασμα τριγωνικού σχήματος από ξύλινη ή μεταλλική λαβή.

ΝΟΤΙΖΩ (ή ραντίζω ή ψεκάζω) - Μα επιφάνεια με νερό ή άλλο υγρό ώστε να έχει την αίσθηση του βρεγμένου.

ΠΑΧΥΡΡΕΥΣΤΟ/ ΛΕΠΤΟΡΡΕΥΣΤΟ - Το μείγμα που έχει πυκνή ή αραιή σύσταση.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΡΙΜΑΝΣΗΣ - Το χρονικό διάστημα που χρειάζεται το κονίαμα μα από ρευστό να γίνει συμπαγές.

ΠΕΤΡΑ-Συμπαγές και σκληρό ορυκτό που συναντάται σε μεγάλη έκταση στην επιφάνεια ή στο εξωτερικό του στερεού φλοιού της γης.

ΠΗΧΑΚΙΑ-Ξύλινοι ράβδοι.